- θετικισμός
- Φιλοσοφικό κίνημα του 19ου αι. Θεμελιωτής του υπήρξε ο Ογκίστ Κοντ, που διέκρινε τρεις περιόδους ή ηλικίες του ανθρώπινου πνεύματος και της ιστορίας του: α) τη θεολογική, όπου κυριαρχεί η ερμηνεία με βάση τη θεία, προσωπική θέληση· β) τη μεταφυσική, οπότε οι υπερφυσικές δυνάμεις της θεολογίας μετατρέπονται σε αφηρημένες αρχές (π.χ. το αγαθό καθαυτό) και γ) τη θετική, της εποχής του, κατά την οποία υπερφυσικές δυνάμεις και μεταφυσικές αρχές παραμερίζονται από την επιστημονική μέθοδο της παρατήρησης, της διακρίβωσης και της πρόβλεψης. Κοινωνικά, στην πρώτη περίοδο αντιστοιχεί η πολιτεία της στρατιωτικής και κατ’ επέκταση της κοινωνικής ιεραρχίας, στη δεύτερη κυριαρχεί μια μεταβατική αναρχία και κριτική, ενώ η τρίτη χαρακτηρίζεται από τη διακυβέρνηση των βιομηχάνων και των επιστημόνων. Έτσι, ο θ., έκφραση της γαλλικής αστικής τάξης των βιομηχάνων, επιβλήθηκε και διαδόθηκε στην Ευρώπη παράλληλα με την εκβιομηχάνιση. Κεντρική ιδέα του είναι η υπεροχή των θετικών επιστημών, με τις εμπειρικές και πειραματικές μεθόδους τους, στα μεταφυσικά συστήματα της ιδεαλιστικής και ρομαντικής φιλοσοφίας, καθώς και η έξαρση της επιστήμης ως μόνου οργάνου κοινωνικής προόδου. Συνεχιστής σε μεγάλο μέρος του κλασικού εμπειρισμού, ο θ. διακήρυττε ότι κάθε έγκυρη γνώση στηρίζεται στην εμπειρία. Ακόμα και η διατύπωση γενικών νόμων στηρίζεται από πριν, ή επαληθεύεται μετέπειτα, στην ίδια βάση: τη μαρτυρία των γεγονότων.
Το Σύστημα Λογικής του Τζον Στιούαρτ Μιλ ήρθε να επιβεβαιώσει, από γνωσιολογική πλευρά, αλλά και να τροποποιήσει τις αρχές του θ., διδάσκοντας ότι δεν υπάρχει άλλη γνώση πέρα από την εμπειρική που να στηρίζεται στα αισθήματα (εδώ το αντικειμενικό γεγονός, που είχε εξάρει ο θ., γίνεται υποκειμενική κατάσταση γνώσης), ενώ οι παραδοσιακές γενικές κρίσεις πρέπει να απορρίπτονται. Επιπλέον, όσα γενικά συμπεράσματα, που διατηρούν κύρος, στηρίζονται σε εμπειρικές παρατηρήσεις, δεν πρέπει να γενικεύονται με καθολικό τρόπο, σύμφωνα με την επαγωγική μέθοδο, γιατί αποτελούν και πάλι συμπεράσματα από τα επιμέρους στα επιμέρους. Όμως, η αδυναμία του εμπειρισμού να φτάσει σε γενικές αρχές οδήγησε στον αγνωστικισμό, ή ακριβέστερα στην αντίληψη της αβεβαιότητας και της σχετικότητας της γνώσης, σύμφωνα με τη θεωρία του Χ. Σπένσερ, που υποστηρίζει ότι δεν γνωρίζουμε τα ίδια τα πράγματα, αλλά μόνο ό,τι μας πληροφορούν οι αισθήσεις γι’ αυτά. Επομένως, η επιστήμη κινείται στο πεδίο του σχετικού, ενώ η θρησκεία εκπροσωπεί το απόλυτο δίχως να συγκρούεται με την επιστήμη, ακριβώς επειδή δεν είναι αντικείμενο της επιστήμης. Έτσι, επιτελείται ένας διαχωρισμός και ταυτόχρονα ένας συμβιβασμός επιστήμης και θρησκείας, που συγγενεύει με το καντιανό πνεύμα. Η φιλοσοφία, από την άλλη, έχει την αποστολή να συγκεντρώσει και να οργανώσει σε ένα όλα τα διδάγματα των ειδικών επιστημών. Παράδειγμα τέτοιας ενοποίησης είναι το σύστημα του εξελικτικού μονισμού του Χέγκελ, που ερμηνεύει με όμοια κριτήρια τόσο την ανόργανη όσο και την οργανική φύση. Μονιστικός και υλιστικός είναι ιδιαίτερα ο γερμανικός θ., που τον εκπροσωπούν ο Μόλεσχοτ, ο Φογκτ και ο Μπίχνερ, κατά τους οποίους όλα τα φαινόμενα, χωρίς να εξαιρούνται τα ψυχικά, διέπονται από μηχανιστικούς νόμους. Με παρόμοια κριτήρια αυστηρής αιτιοκρατίας –με τη μηχανιστική έννοια του όρου– με ψυχολογικούς νόμους καθορισμένους από το περιβάλλον, ζήτησε ο Ιππόλυτος Τεν να ερμηνεύσει και τα έργα της τέχνης και του πνεύματος, χωρίς να αποδίδει ιδιαίτερο ρόλο στον υποκειμενισμό και στις τυχόν ιδιομορφίες της προσωπικότητας του δημιουργού.
Ο θ. συνετέλεσε στη γένεση δύο τάσεων, που η αντίθετη κατεύθυνσή τους καταδεικνύει την αντιφατικότητα της κοινής θετικιστικής πηγής τους: από τη μία πλευρά, η επιστήμη παρουσιάζεται ως η εγγύηση της απεριόριστης προόδου της ανθρωπότητας, ενώ από την άλλη, η τονιζόμενη ακαμψία των μηχανιστικών αιτιοκρατικών νομοτελειών καταλήγει σε μοιρολατρία ή σε παραδοχή αναπόφευκτων προορισμών,που καθορίζονται από την κληρονομικότητα· ιδέα που συνέβαλε στην καλλιέργεια ρατσιστικών τάσεων κατά τη διάρκεια του προηγούμενου αιώνα.
Η αντιφατικότητα αυτή δεν φαίνεται αποκομμένη από την πορεία της αστικής συνείδησης, από την οποία πρωτογεννήθηκε ο θ. Διάφορα λογοτεχνικά ρεύματα, όπως ο νατουραλισμός, φέρουν τη σφραγίδα της επίδρασης του θ. Αλλά και σύγχρονες ακόμα φιλοσοφικές αντιλήψεις των αστικών κοινωνιών εμφανίζουν συγγένεια με τον θ., όπως συμβαίνει, για παράδειγμα, με τον πραγματισμό.
Ο θετικισμός γεννήθηκε στο πολιτιστικό περιβάλλον που δημιουργήθηκε γύρω από την πρώτη μεγάλη σχολή της γαλλικής αστικής τάξης των βιομηχάνων, την «Ecole polytechnique» του Παρισιού, που την ίδρυσαν το 1794 ο στρατηγός Λ.Ν. Καρνό και ο μαθηματικός Γκασπάρ Μονζ.
* * *ο1. η φιλοσοφική θεωρία την οποία εισήγαγε ο Ωγκύστ Κοντ και κατά την οποία κάθε γνώση πρέπει να βασίζεται στα «θετικά» στοιχεία τής εμπειρίας και στη λογική και μαθηματική επεξεργασία τους, ενώ το ανθρώπινο πνεύμα πρέπει να παραιτηθεί από την προσπάθεια να γνωρίσει την ουσία τών πραγμάτων2. φρ. α) «λογικός θετικισμός» — ο νεοθετικισμός*β) «νομικός θετικισμός» — θεωρία που υποστηρίζει την ανωτερότητα τού θετικού δικαίου έναντι τού φυσικού δικαίου.[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. positivisme (< positif «θετικός» + κατάλ. -isme). Η λέξη μαρτυρείται από το 1874 στον Δαμ. Χριστόπουλο].
Dictionary of Greek. 2013.